Η δυσλεξία είναι μια σύνθετη μαθησιακή διαταραχή που επηρεάζει την ικανότητα του ατόμου να διαβάζει, να γράφει και να επεξεργάζεται τη γλώσσα. Αν και τα ακριβή αίτια της δυσλεξίας παραμένουν αντικείμενο έρευνας, υπάρχουν διάφοροι παράγοντες που θεωρείται ότι συμβάλλουν στην ανάπτυξή της.
Γενετικοί Παράγοντες
Οι γενετικοί παράγοντες παίζουν σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση της δυσλεξίας. Μελέτες δείχνουν ότι η διαταραχή συχνά περνάει από γενιά σε γενιά, υποδεικνύοντας μια κληρονομική προδιάθεση. Παιδιά με γονείς ή αδέλφια που έχουν δυσλεξία είναι πιο πιθανό να εμφανίσουν την ίδια διαταραχή.

Νευρολογικοί Παράγοντες
Η δυσλεξία συνδέεται επίσης με διαφοροποιήσεις στη λειτουργία του εγκεφάλου. Στους ανθρώπους με δυσλεξία, ο εγκέφαλος επεξεργάζεται τη γλώσσα διαφορετικά από ότι στους υπόλοιπους. Οι περιοχές του εγκεφάλου που είναι υπεύθυνες για τη γλωσσική επεξεργασία, όπως ο αριστερός εγκέφαλος, ενδέχεται να παρουσιάζουν ανωμαλίες στη σύνδεση ή τη δραστηριότητά τους. Αυτές οι διαφοροποιήσεις εμποδίζουν τη σωστή αναγνώριση και επεξεργασία των γραμμάτων και των λέξεων.
“Δεν υπάρχουν δύο άτομα με δυσλεξία που να είναι ακριβώς τα ίδια, ούτε και το ίδιο η πορεία της εκπαίδευσης για το καθένα.”
– Dr. Keith J. Stanovich
Περιβαλλοντικοί Παράγοντες
Αν και η κληρονομικότητα και οι νευρολογικοί παράγοντες είναι σημαντικοί, οι περιβαλλοντικοί παράγοντες μπορούν επίσης να επηρεάσουν την εμφάνιση της δυσλεξίας. Η έλλειψη πρώιμης έκθεσης σε αναγνώριση γραμμάτων και ήχων, η κακή ποιότητα διδασκαλίας ή η υπερβολική πίεση από το περιβάλλον μπορεί να επιδεινώσουν τα συμπτώματα της δυσλεξίας.
Βιολογικοί Παράγοντες

Επιπλέον, άλλοι βιολογικοί παράγοντες, όπως οι ανωμαλίες στις χημικές ουσίες του εγκεφάλου που σχετίζονται με τη μάθηση και την επεξεργασία του λόγου, μπορεί να συνεισφέρουν στην ανάπτυξη της διαταραχής. Ορισμένοι επιστήμονες θεωρούν ότι οι διαταραχές στην ισορροπία των νευροδιαβιβαστών, όπως η ντοπαμίνη και η σεροτονίνη, ενδέχεται να επηρεάζουν τη λειτουργία του εγκεφάλου και να συνδέονται με τη δυσλεξία.